Μικρές ιστορίες μιας ξεχασμένης, επικής εποχής

Του Τίτου Ιω. Αθανασιάδη

 

ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΟΚΤΩ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από ένα μικρό αλλά συμβολικό έπος της εθνικής μας αντίστασης κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής: τη νίκη ενωμένων ανταρτικών ομάδων, κεντροδεξιών και αριστερών οργανώσεων της περιοχής Χάσια, Τρικάλων, στη μάχη που έδωσαν την 11 και 12 Φεβρουαρίου 1943 κατά ιταλικού τάγματος, έξω από το χωριό Μερίτσα.

Η μάχη διεξήχθη λίγο μετά την έξοδο του εχθρικού τάγματος από τη Μερίτσα, την οποία είχε λεηλατήσει την 10 Φεβρουαρίου, και αποχωρώντας, με τα κλοπιμαία φορτωμένα σε 30 μουλάρια, πυρπόλησε μερικά σπίτια. Η επιχείρηση του εχθρού κατά της Μερίτσας απέβλεπε στην τιμωρία του χωριού, επειδή ο κοινοτάρχης του Φώτης Μπλούτσος είχε αρνηθεί καθ’ υπόδειξη του εκπροσώπου του ΕΑΜ Χασίων Ηλία Καφαντάρη, να αποδώσει στην ιταλική διοίκηση Καλαμπάκας, 30 αρνιά μερικά άλλα ζώα. Ο Καφαντάρης μάλιστα, είχε πει χαρακτηριστικά στον κοινοτάρχη: «Ούτε ένα αυγό στον κατακτητή». Η μάχη της Μερίτσας είναι η πρώτη μεγάλη της εθνικής μας αντίστασης κατά των κατακτητών. Μάχη τακτικής, χωρίς το ανταρτικό χαρακτηριστικό «κτυπώ και φεύγω».

 Βέβαια είχε προηγηθεί η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου από ενωμένες δυνάμεις των ΕΔΕΣ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Η ενότητα όμως των δύο ανταρτικών σωμάτων είχε επιβληθεί από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Που είχε στείλει γι’ αυτό στην Ελλάδα Άγγλους αξιωματικούς, πολεμικό υλικό και χρυσές λίρες. Ενώ η ενότητα των ανταρτικών ομάδων των Χασίων Τρικάλων για τη διεξαγωγή της μάχης της Μερίτσας ήταν εκ των κάτω αυθόρμητη, που το στρατηγείο του ΕΑΜ υπέδειξε, μετά τη μάχη, τη συγκρότηση λαϊκού δικαστηρίου από τους κατοίκους του Οστροβού, για την καταδίκη σε θάνατο του εκπροσώπου του στα Χάσια, Ηλία Καφαντάρη, επειδή δεν είχε ζητήσει την άδειά του.

Ο Καφαντάρης, που ήταν ο εμπνευστής της ιδέας, να δοθεί μάχη, δικάστηκε ερήμην από λαϊκό δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο, με ψήφους 120 υπέρ, έναντι 70 κατά, γεγονός που τον έκανε να κρύβεται επί χρόνια από τους Εαμίτες συντρόφους του. Η μάχη της Μερίτσας αξίζει την προσοχή μας όχι μόνο για τη διεξαγωγή της από αντίθετες ιδεολογικά και πολιτικά ανταρτικές ομάδες, που ενώθηκαν μπροστά στον εχθρό, αλλά και για μερικά άλλα χαρακτηριστικά της, όπως το ανθρώπινο πρόσωπο που έδειξαν οι νικητές στους ηττημένους μετά το πέρας της. Οι περιγραφόμενοι από τη φασιστική ιταλική προπαγάνδα ως «αγριάνθρωποι» και «ανθρωποφάγοι» αντάρτες, δεν … «σούβλισαν» τους 148 Ιταλούς αιχμαλώτους που συνέλαβαν, αλλά τους οδήγησαν στο σχολείο του χωριού, τους πρόσφεραν ζεστό ρόφημα και τροφή και περιποιήθηκαν τις πληγές των τραυματιών.

Την επομένη, 13 Φεβρουαρίου, άφησαν ελεύθερους, αιχμαλώτους και τραυματίες, να επιστρέψουν στη βάση τους, στην Καλαμπάκα, ενώ μπορούσαν να τους κρατήσουν ομήρους, ανεβάζοντάς τους στο βουνό. Εντυπωσιασμένοι μερικοί Ιταλοί αιχμάλωτοι, προφανώς δημοκρατικών και αντιφασιστικών πεποιθήσεων, ζήτησαν από τους αντάρτες να παραμείνουν κοντά τους και να πολεμήσουν κατά των Γερμανών. Οι αντάρτες όμως απέρριψαν την πρόταση, διότι φοβήθηκαν άγρια εκδίκηση του ιταλικού κατοχικού στρατού κατά των χωριών τους. Επτά μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος του 1943) ολόκληρη η ιταλικοί μεραρχία «Πινερόλο» της Θεσσαλίας, παραδόθηκε με όλον τον οπλισμό στον ΕΛΑΣ, ακολουθώντας τη «γραμμή» της νέας ιταλικής κυβέρνησης που προσχώρησε στους συμμάχους και όχι τον Μουσσολίνι που παρέμεινε πιστός στον Χίτλερ. Είναι πολύ πιθανόν, στην απόφαση του Ιταλού μεράρχου, να συνέβαλε και η ανθρωπιστική συμπεριφορά των ανταρτών των Χασίων προς τους αξιωματικούς και στρατιώτες του που αιχμαλωτίστηκαν στη Μερίτσα.

Πέρα αυτού, το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής έλαμψε την 13 Φεβρουαρίου 1943, και εξ άλλου λόγου: Έλληνες αντάρτες έσπευσαν να ενταφιάσουν όχι μόνο τους δικούς τους νεκρούς, αλλά και τους νεκρούς του εχθρού, που το ιταλικό τάγμα είχε αφήσει άταφους στο πεδίο της μάχης, άγνωστο γιατί. Προφανώς για να προλάβει ν’ απεμπλακεί από τη ζώνη των ανταρτών το ταχύτερο δυνατόν. Οι αντάρτες των Χασίων Τρικάλων, δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί, αποδείχθηκαν έτσι λαμπροί συνεχιστές προγονικής αρετής που εκδηλωνόταν αρχαιόθεν στις μάχες των Ελλήνων.

 Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θυμούνταν ασφαλώς από τα σχολικά χρόνια την αφήγηση του δασκάλου τους για τη μεγαλοσύνη του Μιλτιάδη που διέταξε τον Αριστείδη και μια ομάδα Αθηναίων Μαραθωνομάχων να παραμείνουν στο πεδίο της μάχης και να ενταφιάσουν τους δικούς τους και τους Πέρσες νεκρούς, επειδή οι ομοεθνείς των τελευταίων τους εγκατέλειψαν άταφους και επιβιβάστηκαν στα πλοία για να φύγουν, προς εκτέλεση άλλης αποστολής. Το περιστατικό της ταφής του ηττημένου ιταλικού τάγματος, από τους νικητές αντάρτες των Χασίων, δείχνει τη διαφορά μεταξύ των κληρονόμων του ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Η ιταλική φασιστική διοίκηση δεν τιμώρησε τους αξιωματικούς του τάγματος που δεν περισυνέλλεξαν τους νεκρούς του, κάτι αδιανόητο για τους Έλληνες από την αρχαιότητα.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των 8 από τους 10 Αθηναίους στρατηγούς, που καταδικάστηκαν σε θάνατο, από την Εκκλησία του Δήμου (λαϊκή συνέλευση της Αθήνας) διότι μετά τη νικηφόρα ναυμαχία τους στις Αργινούσες (406 π.Χ.) κατά των Σπαρτιατών, δεν περισυνέλλεξαν τους νεκρούς, έστω και αν αντιμετώπιζαν μεγάλη τρικυμία, αλλά επέστρεψαν στο άστυ, χωρίς αυτούς. Εκτελέστηκαν οι έξη, διότι οι δύο υποψιάστηκαν τί τους περίμενε και δεν επέστρεψαν, ένας εστάλη σε εσπευσμένη αποστολή και ο άλλος πέθανε. Η τιμωρία που επέβαλαν οι αντάρτες των Χασίων στους Ιταλούς ήταν, εκτός από την παράδοση του οπλισμού τους, να τους παραδοθούν και οι αρβύλες τους. Τις είδαν οι αντάρτες και τις λιμπίστηκαν. Ούτε σε όνειρό τους δεν είχαν δει τέτοιο υπόδημα. Για να μη επιστρέψουν οι Ιταλοί στη μονάδα τους ανυπόδητοι και τραυματιστούν και υποφέρουν στη διαδρομή, οι αντάρτες τους έδωσαν τα δικά τους τσαρούχια. Ήταν κάτι σαν ανταλλαγή αναμνηστικών …Μόνο που τα τσαρούχια αυτά δεν ήταν της via Venetol. Οι σόλες τους ήταν από δέμα γουρουνιού ή από κομμένα λάστιχα αυτοκινήτων.  Ο αριθμός των δυνάμεων που ενεπλάκησαν ήταν: Ιταλοί 350, Έλληνες 140-160 – περίπου, ενώ οι απώλειες ανήλθαν σε: Ιταλούς νεκρούς και τραυματίες περίπου 170 με 180. Οι Έλληνες νεκροί επτά και οι τραυματίες περίπου 10.

Το νικηφόρο για τους Έλληνες αποτέλεσμα της μάχης εμψύχωσε το αντιστασιακό και αγωνιστικό φρόνημα των κατοίκων της Θεσσαλίας. Κύμα υπερηφάνειας πλημμύρισε τις ψυχές των Χασιωτών, όχι μόνο λόγω της νικηφόρας σύγκρουσης, αλλά και διότι οι αντάρτες τόλμησαν να συστήσουν λαϊκό δικαστήριο που καταδίκασε σε θάνατο 3-4 επώνυμους φασιστές, Ιταλούς αιχμαλώτους. Εκτελέστηκαν όλοι αμέσως, μαζί με τρεις Έλληνες συνεργάτες τους. Βέβαια οι κάτοικοι της Μερίτσας και των γειτονικών χωριών πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Η ιταλική αεροπορία βομβάρδισε τα ανυπότακτα και θαρραλέα χωριά. Ισοπέδωσε κατοικίες, εκκλησίες και σχολεία. Έκαψε αγρούς.

Πρωταγωνιστές της μάχης εκτός από τον Καφαντάρη, ήταν ο Αριστείδης Μπλούτσος. Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού με πολεμική εμπειρία στην Πίνδο και την Αλβανία. Αυτός επέλεξε τον τόπο που θα δοθεί η μάχη και κατήρτισε το σχέδιό της. Ανήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΜΙΔΑΣ. Πολιτικός αρχηγός της ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και στρατιωτικός ηγήτορας ο βενιζελικός απότακτος, λόγω συμμετοχής στο κίνημα Βενιζέλου, του 1935, συνταγματάρχης Ιω. Τσιγάντες. Δυστυχώς ο Τσιγάντες σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Ιταλούς στο σπίτι του στην Αθήνα, αφού προηγουμένως σκότωσε δύο από αυτούς και τραυμάτισε τρεις, την 14 Ιανουαρίου 1943, ένα μήνα πριν από τη μάχη της Μερίτσας. Μετά τον θάνατό του η ομάδα ΜΙΔΑΣ δεν είχε την εξάπλωση που οι δημιουργοί της σχεδίαζαν κατά την ίδρυσή της. Μετά τη μάχη της Μερίτσας, ο Μπλούτσος διώχθηκε αγρίως από το ΕΑΜ. Παρέμεινε πιστός στις ιδέες του και όταν συγκροτήθηκε ο Εθνικός Στρατός το 1944-1945 επανήλθε στις τάξεις του και πολέμησε στον εμφύλιο κατά της κομμουνιστικής ανταρσίας. Ενώ πολλοί συναγωνιστές του της κατοχής, της περιοχής Χασίων, βρέθηκαν στο απέναντι στρατόπεδο. Ουκ ολίγοι, πάντως, και από αψυχολόγητες ενέργειες ανεξέλεγκτων ομάδων των νικητών.

Πιστός στον όρκο του αξιωματικού ο Μπλούτσος τάχθηκε κατά της δικτατορίας του 1967 και μετέσχε στο Κίνημα του βασιλιά, τις 13 Δεκεμβρίου. Αποστρατεύτηκε από τους συνταγματάρχες ως ταξίαρχος. Εξορίστηκε και φυλακίστηκε επί πενταετία, ως αντιχουντικός. Αποφυλακίστηκε το 1974, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Ο Μπλούτσος παρέταξε τους αντάρτες στο πεδίο της μάχης έξω από τη Μερίτσα, σε σχήμα «Π», και σε θέσεις αθέατες από τον εχθρό. Έτσι, όταν και οπλίτης του ιταλικού τάγματος, ο τελευταίος οπλίτης του ιταλικού τάγματος, κατά την επιστροφή του στην Καλαμπάκα, μπήκε στο «Π», άρχισε καταιγισμός πυρών από τους αντάρτες.

Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν. Τα μουλάρια με τα κλοπιμαία και τον βαρύ οπλισμό, αφηνίασαν και κατέφυγαν στα γύρω δάση από τα οποία παρέλαβαν οι χωρικοί. Ολόκληρο το τάγμα έντρομο κινήθηκε προς τα πίσω, για να βγει από το «Π». Τότε πρόλαβε η ομάδα του καπετάν Τσάκαλου (Δημήτρης Ράπτης) και έκλεισε την έξοδο. Οι Ιταλοί κατάλαβαν ότι είναι ξεγραμμένοι. Πολέμησαν όμως μέχρι την 11 ώρα της 12 Φεβρουαρίου, όταν ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν. Ο Ράπτης «ασφάλισε» τη νίκη , με τους άνδρες του από τις Σταγιάδες και το Κακοπλεύρι. Συντελεστές της νίκης υπήρξαν επίσης ο αξιωματικός Βόκας, ο ιταλομαθής δικηγόρος Μαχιάς, οι καπετάνιοι Μπούγλας και Ζαραλής και ένα – δυο άλλοι. Ο Καφαντάρης ήταν ο συντονιστής της μάχης. Το ότι ο Μπλούτσος ήταν δεξιός, δεν εμπόδισε τους τροτσκιστές Καφαντάρη και Μαχιά, τον «Κουκουέ» Ζαραλή και τον «άνθρωπο του Βελουχιώτη», Δημήτρη Ράπτη, να συνεργαστούν μαζί του. Ούτε τον Μπλούτσο να συνεργαστεί μ’ αυτούς. Το πρόβλημα το είχαν τα «στρατηγεία» και αυτό το μετέφεραν στη βάση, τέλη του 1943-αρχές του 1944. Τότε επήλθε διχασμός. Και διχασμός πολλαπλός. Θανάσιμο μίσος χώρισε δεξιούς και αριστερούς, αλλά και αριστερούς μεταξύ τους. Το μίσος εκδηλώθηκε με αίμα. Καφαντάρης, Μαχιάς και Ράπτης κυνηγήθηκαν άγρια από την παράταξή τους και από την αντίπαλη παράταξη βέβαια. Φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν. Ο κεντροδεξιός κοινοτάρχης Φώτης Μπλούτσος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών.

Ο Μαχιάς πέθανε στη φυλακή, με μια μαύρη φήμη να έρπει έκτοτε, αληθινή, ψεύτικη; Άγνωστο ότι τον δηλητηρίασαν σύντροφοί του για την τεταρτοδιεθνιστική του απόκλιση. Ο Ζαραλής κατέφυγε, μετά τον εμφύλιο, πρόσφυγας στη Τασκένδη και εξελίχθηκε σε επικριτή του Ζαχαριάδη, τεθείς απ’ αυτόν στο περιθώριο. Ο Ράπτης εξορίστηκε στη Γυάρο, μολονότι ουδέποτε υπήρξε μέλος του ΚΚΕ. Επί ΠΑΣΟΚ έγινε εκπρόσωπός του στον Νομό Τρικάλων.

Ο γιος του Αριστοτέλης, παρά τα δύσκολα χρόνια της οικογένειας, στη φτώχεια και την ανέχεια, μπόρεσε και σπούδασε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Έγινε σπουδαίος επιστήμονας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διακρίθηκε για τις φιλοσοφικές ενασχολήσεις, τα συγγράμματά του και το γνήσια ανεξάρτητο, δημοκρατικό φρόνημά του. Απαλλαγμένος από προκαταλήψεις και μακριά από κομματικές ταμπέλλες, έταξε σκοπό της ζωής του τη διάδοση στις νέες γενιές των συμβολισμών της μάχης της Μερίτσας. Ιδίως αυτών περί ενότητας και ομοψυχίας. Αξιών χρησίμων στην εποχή μας.

 

Ιδιαίτερα σημεία

Ευτυχώς δε ουδείς εκ των Ιταλών ομήρων έπαθεν ουδέν. Τους αιχμαλώτους υγιείς ή τραυματίας κατευθύναμεν προς το χωρίον και τους συνεκεντριωσαμεν εντός τον σχολείου, όπου τους παρεσχέθη θερμόν ρόφημα, φαγητόν και περίθαλψις υγειονομική εις τους τραυματίας χρησιμο­ποιηθέντων προς τούτο του Ιατρού και των νοσοκόμων τον τάγματος.

Ο παπάς του χωριού Πούλιος Α­θανάσιος βγάζει το πετραχήλι, φιλά ευλαβικά το Ευαγγέλιο, αφήνει το δι­σκοπότηρο, αρπάζει το ντουφέκι, κάνει την προσευχή του και τρέχει ρασοφορεμένος να προλάβει.Για τούτο οι αιχμάλωτοι Ιταλοί λέγανε: «πολλοί παπάδες παρτιζάνοι α­φού υπήρχαν και πολλοί γενειοφόροι».

Στις 11 το πρωί ο Αδαμάντιος που γνώριζε ιταλικά μίλησε στους αιχμάλωτους μαζί με το Μαχιά και τους ανακοινώθηκε πως οι Έλληνες ξέρουν και να τιμωρούν και επειδή γνωρίζουν ότι η μεγαλύτερη τιμωρία είναι να συγχω­ράς τους αντιπάλους, αυτό κάναμε και εμείς οι αντάρτες ελευθερωτές της πατρίδας μας.Την ίδια μέρα άνδρες των δεκαρχιών συνόδευσαν τους αιχμαλώτους μέχρι το Μουργκάνι για να επιστρέψουν στην Καλαμπάκα.

Επί 39 χρόνια αν έλεγες ότι συμμετείχες σε αυτή τη μάχη εθεωρείσο ότι ήσουν EAMOΒούλγαρος, ανθέλληνας και εναντίον του έθνους.

Πήγαμε και εμείς από το χωριό μας, περίπου δεκαπέντε νέοι, με ό,τι όπλο μπορούσε ο καθένας να εξοικονομήσει και με μόνο πεντ'-έξι σφαίρες, γιατί τα όπλα δεν ήταν όλα του ιδίου τύπου μαλιχέρ, μαουζέρ κ.ά.

Η ιστοσελίδα

Σχεδιαστής, κατασκευαστής και υπεύθυνος της ιστοσελίδας αυτής είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Αριστοτέλης Ράπτης

Επικοινωνία

Αριστοτέλης Ράπτης
Ν. Βαζαίου 8
Κρυονέρι
!4568 Αττική

+306977212853

telis1943@gmail.com