ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(από το βιβλίο ΑΠΛΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΛΟΓΙΑ)

Ο Νίκος Παπακόγκος γεννήθηκε στις 12 του Φλεβάρη 1918 στο χωριό Δραμίζι, σημερινό Κοτρώνι, όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος και παπάς ο πατέρας του Κωνσταντίνος Κόγκος. Μεγάλωσε όμως σε ένα μικρό πανέμορφο χωριό της κεντρικής Πίνδου, στο Παχτούρι, όπου η οικογένεια του είχε σημαντική περιουσία σε αμπελοχώραφα. Εκεί μαθητής του Δημοτικού σχολείου άρχισε να γράφει στίχους. Η ζωή των απλών ανθρώπων, η σκληρή μοίρα τους πάνω στη στουρναρόπετρα, η πάλη τους με τα στοιχειά της φύσης, η φτώχεια τους και τα κυνηγητά από το κράτος, χάραξαν μέσα του βαθιές εντυπώσεις που με τον καιρό έγιναν τραγούδι και σπαρακτική φωνή του τόπου.

Στα δεκάξι του χρόνια μαθητής ακόμα στο τέταρτο Γυμνάσιο του Πειραιά, στα Ταμπούρια, έγινε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας και αργότερα του κόμματος. Στο ίδιο σχολείο φοιτούσε και ο ποιητής Στάθης Πρωταίος, που ήταν παλαιότερο από το Νίκο στέλεχος της ΟΚΝΕ και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Αυτή η γνωριμία δεν άργησε να εξελιχθεί σε αδελφική φιλία. Οι δυό τους μάλιστα ξεκίνησαν τη σύνταξη και την έκδοση ενός μαθητικού περιοδικού, ίσως του πρώτου στο σχολείο τους. Στη συντροφιά τους προστέθηκαν κι άλλοι δύο ποιητές, πρώτα ο Νίκος Καββαδίας κι έπειτα ο άτυχος Μανώλης Βλάχος, ο οποίος πέθανε στην κατοχή από φυματίωση.

Στα δεκάξι του επίσης χρόνια ο Νίκος, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με το ποιήμα του Νύχτες χειμωνιάτικες. Το είχε δημοσιεύσει στο φιλολογικό περιοδικό του Πειραιά Αναλαμπή, το 1934.

Το 1940 ο Νίκος γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και το φθινόπωρο μετακόμισε στην πρωτεύουσα. Εκεί συνάντησε τους ιδεολογικούς του συντρόφους και συγκρότησαν έναν φοιτητικό όμιλο που δρούσε μυστικά, σαν κομματικός πυρήνας. Αυτά βέβαια πριν από την κήρυξη του πολέμου, γιατί επί δικτατορίας Μεταξά το Κόμμα είχε τεθεί εκτός νόμου. Μέλη του ήταν εκτός από το Νίκο και το Στάθη και πεντ' έξι άλλοι συμφοιτητές τους. Τον όμιλο αυτόν ποτέ δεν κατόρθωσε να τον εντοπίσει η Ασφάλεια, χάρη στη συνωμοτικότητα και στη σωστή καθοδήγηση μιας συντροφισσάς τους, της Διονυσίας, η οποία ήταν εξόριστη στην Αίγινα αλλά είχε μεταφερθεί στην Αθήνα για θεραπεία.

Πολιτικά συνειδητοποιημένος ο ποιητής χάραξε σταθερά την πορεία του, η οποία με τους αγώνες πλάτυνε και κορυφώθηκε στο έργο του. Με την ιταλική και αργότερα τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, άφησε το πανεπιστήμιο και εντάχτηκε στην Αντίσταση. Ηταν μέλος του ΕΑΜ Λογοτεχνών όπως γράφουν σε κείμενα τους η Έλλη Αλεξίου και ο Γιώργος Βαλέτας. Δεν πολέμησε όμως μόνο με την πένα, αλλά αγωνίστηκε κι απ' τις γραμμές του ΕΛΑΣ πότε ως πολιτικός καθοδηγητής και πότε με τ'άρματα στο χέρι. Τις οργανωτικές του ικανότητες τις έδειξε από νωρίς, ιδιαίτερα στα χωριά της Καλαμπάκας και των Χασίων, όταν ως το Μάρτη του 1943 διαφώτιζε και προσηλύτιζε τους κατοίκους τους στον εθνικό αγώνα.

Ένα μήνα πριν αφήσει την αποστολή του αυτή, είχε πάρει μέρος στη μεγάλη διήμερη μάχη της Μερίτσας, στις 11 και 12 του Φλεβάρη 1943. Εκεί, τμήματα του ΕΛΑΣ μαζί με αγρότες της περιοχής, πέτυχαν να συντρίψουν ολοκληρωτικά ένα ιταλικό τάγμα που λυμαίνονταν την περιοχή. Στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν εκατόν τριάντα νεκροί στρατιώτες και οι υπόλοιποι πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με το διοικητή και τους αξιωματικούς τους. Όλος ο οπλισμός τους και τα μεταγωγικά τους πέρασαν στους νικητές.

Λίγο αργότερα, στην πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της κομματικής οργάνωσης του νομού Τρικάλων που έγινε στα μέσα του Μάρτη του '43 στην Τύρνα, ο Νίκος εκλέχτηκε μέλος της επιτροπής αγώνα και ανέλαβε την καθοδήγηση της Αχτίδας Μεσοχώρας. Αν και πολύ νέος ακόμα, είχε αναπτυγμένο πολιτικό κριτήριο και διορατικότητα. Προαισθανόταν τις μελλούμενες εξελίξεις στο χώρο του, καθώς εκεί δρούσαν οι δύο αντίπαλες παραταξεις, ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Γι' αυτό το

ζήτημα, πάλεψε με όλη του την ψυχή να σώσει το λαό απ' τη διχόνοια και τον αλληλοσπαραγμό. Δε δίστασε, μάλιστα, να διαφωνήσει πολλές φορές και με τις αποφάσεις των ίδιων του των συντρόφων. Το χειμώνα του '43-'44, με τις εμφύλιες συγκρούσεις ελασιτών και εδεσιτών, έλαβε μέρος στις μάχες του Τετράκωμου και πολλές φορές, για μήνες ολόκληρους, ακολούθησε τα τμήματα του Άρη Βελουχιώτη.

Τον Ιούλιο του '45, αμέσως μετά το θάνατο του πρωτοκαπετάνιου, ξέσπασε ωμή τρομοκρατία στην ύπαιθρο κι ο Νίκος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του που είχε γίνει στόχος μοναρχοφασιστικών συμμοριών και να γυρίσει στην Αθήνα. Ξανάρχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές και παράλληλα έκανε διάφορες μικροδουλειές του χεριού και του ποδαριού, για να επιβιώσει. Για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάζονταν στο Ριζοσπάστη, ύστερα από προσωπική πρόσληψη που του είχε γίνει απ ́ το διευθυντή της εφημερίδας Κώστα Καραγιώργη. Συμμετείχε συγχρόνως σε λαϊκές κοινητοποιήσεις, σε φοιτητικές εκδηλώσεις και κομματικές συσκέψεις. Πήρε επίσης μέρος στο έβδομο συνέδριο του ΚΚΕ, που πραγματοποιήθηκε απ' την πρώτη μέχρι την έκτη του Οκτώβρη 1945 στον κινηματογράφο Τιτάνια, στην οδό Πανεπιστημίου. Ήταν ένας από τους έντεκα αντιπροσώπους της Σχολής του.

Αυτοί που πολέμησαν τους ιταλογερμανούς και λευτέρωσαν την πατρίδα είχαν τεθεί υπό διωγμό απ' τις αντιδραστικές κυβερνήσεις. Έτσι απ ́ την άνοιξη του '46, στα Χάσια και τα Αντιχάσια αρχικά και αργότερα στην περιοχή του Κόζιακα, πρώην καταδιωκόμενοι ελασίτες συγκρότησαν τα πρώτα τοπικά αρχηγεία. Το Αρχηγείο των Αντιχασίων, με κεφαλή του το Γιώργο Καρτσιώτη εγκαταστάθηκε οριστικά στον Κόζιακα.

Ο Νίκος, από πηγές του Ριζοσπάστη και της κομματικής οργάνωσης, είχε καθημερινή ενημέρωση για τα όργια του παρακράτους και την έκταση που πήραν σ'όλη τη χώρα. Είχε εξάλλου νωπές τις εμπειρίες που προηγήθηκαν στην Κατοχή και τη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε. Ζούσε ακόμα στο πετσί του τα μεταβαρκιζιανά κυνηγητά και τις δραματικές συνέπειες που επέφερε η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Έτσι όλο αυτόν τον καιρό που βρίσκονταν στην Αθήνα, μακρυά απ'τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού που άρχισε να φουντώνει, τους καταδιωκόμενους συναγωνιστές και την ίδια του την οικογένεια, μέσα του γίνονταν μεγάλη πάλη. Στο τέλος δεν άντεξε και το Δεκέμβρη του '46, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με τον Κώστα Καραγιώργη, βγήκε στο βουνό και κατατάχτηκε στο Αρχηγείο του Καρτσιώτη στην Τύρνα. Εκεί τοποθετήθηκε στο επιτελείο ως υπευθυνος Τύπου και διαφώτισης.

Η ενέργεια του Νίκου για ένταξή του στο δεύτερο αντάρτικο, πάρθηκε με προσωπική του πρωτοβουλία. Ήταν μάλιστα η δεύτερη φορά, μέσα σ' ένα χρόνο, που είχε έρθει σε ρήξη με το Κόμμα πάνω σε δύο εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα. Η πρώτη ήταν τον Ιούνη του1945, όταν εκείνο αποκήρυξε και διέγραψε απ' τις γραμμές του τον πρωτολάτη της εθνεγερσίας Άρη Βελουχιώτη χαρακτηρίζοντάς τον ''ύποπτο και τυχοδιώχτη" και συνέχισε να του ρίχνει λάσπη ακόμα και μετά την τραγική του αυτοθυσία. Ο Νίκος τότε, σιωπηλά, θρηνούσε κι έγραφε ύμνους για το Στρατηγό της Νίκης που “αυλάκωνε σαν αρχαίος θεός τα σκοτάδια”. Η δεύτερη διαφωνία του, ήταν με την απόφαση του Κόμματος για τους παλαίμαχους αντιστασιακούς, που τους συμβούλευε να παρουσιαστούν στις Αρχές και να πάρουν το δρόμο της φυλακής και της εξορίας. Δηλαδή να μπουν στη φάκα που τους είχαν στήσει τα αγγλικά στρατεύματα κατοχής με την υποχείρια κυβέρνηση της Αθήνας. Ο Νίκος αντέδρασε, θεώρησε ραγιαδισμό την απόφαση αυτή, την παραβίασε και προτίμησε το “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή”. Και δεν ήταν ο μόνος με αυτή τη γνώμη.

Δέν είχαν κλείσει παρά τέσσερες μήνες από τότε που ο Νίκος ανέβηκε στο βουνό, όταν στις 18 του Απρίλη 1947, μια δύσκολη εποχή για το Δημοκρατικό Στρατό ο Καρτσιώτης κάλεσε στο Περτούλι, σε έκτακτη συνάντηση, τα στρατιωτικά και τα πολιτικά του στελέχη. Εκεί συσκέφθηκαν για την κρισιμότητα της κατάστασης, γιατί 25.000 μοναρχικός στρατός μαζί με τους παρακρατικούς και τους κυνηγούς κεφαλιών τους είχαν περικυκλώσει και αποφάσισαν να σπάσουν τον κλοιό και να περάσουν στα Χάσια. Οι καθοδηγητές που κατάγονταν απ' την κεντρική Πίνδο μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να παραμείνουν στον τόπο τους όπου και θα πρόσφερναν πολύτιμες υπηρεσίες. Όπως, λογουχάρη, πληροφορίες για τις κινήσεις του αντιπάλου, ηθική συμπαράσταση και προσωπική βοήθεια στους ανθρώπους της περιοχής στις δύσκολες μέρες που περνούσαν.

Ανάμεσα στα στελέχη που προτίμησαν να μείνουν ήταν και ο Νίκος. Ανησυχούσε πολύ για όλα κι ακόμα τον έτρωγε η αγωνία κι ο φόβος για τη μοίρα των δικών του. Είχε παντρευτεί μικρός, στα δεκαεφτά του χρόνια, κι είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά τα οποία με τη γυναίκα του και το γέρο πατέρα του συχνά άφηναν το σπίτι τους και κρύβονταν στις σπηλιές και στα ρέματα του χωριού για να γλυτώσουν από το χίτικο μαχαίρι.

Πέρασε και δεν πέρασε μια βδομάδα από τότε που το αντάρτικο Αρχηγείο έσπασε τον κλοιό στον Κόζιακα και έπιασε τα Χάσια, όταν ο Νίκος έφτασε στον κατεβασμένο Ασπροπόταμο, έξω από τη Μεσοχώρα. Πήγε τότε τη νύχτα σε κάποιο αγροτικό, γνωστό του σπίτι που βρίσκονταν εκεί κοντά, να του δείξουν που ήταν το νερό βατό για να περάσει αντίκρια. Ο νοικοκύρης όμως έσπευσε να τον προδώσει στο μοναρχικό στρατό, στο 581 τάγμα του που ήταν καταυλισμένο στο χωριό, οπότε κατέφθασε μια διμοιρία του, μπλοκάρισε το σπίτι και τον πιάσαν. Τον βασάνισαν τρία μερόνυχτα και αρνήθηκαν να τον παραπέμψουν σε δίκη ως αιχμάλωτο πολέμου σύμφωνα με τους νόμους. Ο δρόμος του εγκλήματος γι ́ αυτούς, ήταν άμεση επιδίωξη τους εκείνη την εποχή. Έτσι, με τη διαταγή και μόνο του διοικητή τους -κάποιου ταγματάρχη απ' την ́Ηπειρο, από κείνους τους φυγόμαχους του αντικατοχικού αγώνα που σουλατσάριζαν στη Μέση Άνατολή και μάζευαν αγγλικές λίρες- τουφέκισαν το Νίκο έξω απ' το χωριό, στη θέση Αρμύρες. Ήταν 27 του Απρίλη και μέρα Κυριακή που κι εδώ πάλι, σύμφωνα με τους νόμους και τη χριστιανική θρησκεία, απαγορεύονταν οι εκτελέσεις. Και το μίσος των δολοφόνων, ήταν τέτοιο, που φρόντισαν να εξαφανίσουν απ' το πρόσωπο της γης ακόμα και το σώμα του. Δεν ήθελαν να υπάρχουν τάφοι με τα θύματά τους, ούτε μνημεία για τους μάρτυρες του εθνικού ξεσηκωμού.
“Είχε κι' αυτός την τραγική τύχη του Λόρκα. Ενας πρόωρα και αυτός χαμένος ποιητής, στα εικοσιεννιά του μόνο χρόνια. Πόσα δε θα'χε ακόμα να προσφέρει στον τόπο και στις καρδιές των ανθρώπων αν τον άφηναν να ζήσει...” γράφει για το Νίκο ο συγγραφέας Μπάμπης Κλάρας, αδελφός του Άρη.

Πριν βγει στο δεύτερο αντάρτικο ο Νίκος Παπακόγκος, είχε ταξινομήσει ο ίδιος τα ποιήματά του σε τρία τετράδια. Είχαν όμως θαφτεί από τους δικούς του, λόγω των κυνηγητών της Ασφάλειας, σε μια αυλή στο Δρουγούτι και πολλοί στίχοι είχαν σβηστεί ολότελα απ'την υγρασία. Αντιγράφτηκαν απ ́το γιο του Κωστή με μεγάλη δυσκολία και τη χρήση φακού. Στην πρώτη συλλογή, την οποία τιτλοφορούσε "Τραγούδια'', είχε συγκεντρώσει τους στίχους που είχε γράψει στα μαθητικά του χρόνια. Στη δεύτερη με τίτλο "'Απλά της Πίνδου λόγια'' τοποθέτησε ότι έγραψε την εποχή της Εθνικής Αντίστασης στο βουνό. Και ότι ακολούθησε, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ως τους πρώτους μήνες της έναρξης του εμφυλίου, το είχε σ' ένα τρίτο τετράδιο.

Μια περιορισμένη εκλογή απ ́τα ποιήματά του που διασώθηκαν, εκδόθηκε στη Ρουμανία το 1960 απ ́τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, με τίτλο "Ποιήματα". Με τη μεταπολίτευση, το 1982, έγινε και η πρώτη έκδοση στην Ελλάδα απ' τον οίκο Σύγχρονη Εποχή με τίτλο "Ματωμένος ήλιος." Στην ποιητική συλλογή "Απλά της Πίνδου Λόγια" που εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Μανδραγόρα συμπεριλήφθηκαν όλα τα ποιήματα που 'γραψε ο Νίκος απ' την αρχή του αντιστασιακού αγώνα ως το ξέσπασμα του Εμφυλίου.

Η λογοτεχνική δραστηριότητα του Νίκου επεκτάθηκε και σε τρείς μελέτες "Το Παχτούρι'', με πλούσιο ιστορικό και λαογραφικό υλικό για το χωριό του, ''Η γυναίκα άλλοτε και τώρα'', μια αναδρομή ανά τους αιώνες, καθώς και τα ''Εργα και ημέρες των Εγγλέζων στην Ελλάδα''. Έγραψε ακόμη και διηγήματα όπως κι ένα θεατρικό έργο με θέμα του τον απελευθερωτικό αγώνα και με τίτλο "Εκδίκηση". Από τα πεζά του δυστυχώς δεν απόμεινε τίποτα. Πριν φύγει για το βουνό, τα είχε αφήσει για φύλαξη και μελλούμενη έκδοση στο Ριζοσπάστη. 'Οταν όμως το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, η Ασφάλεια κατέσχεσε ό,τι βρήκε στα γραφεία της εφημερίδας, όπως και τα χειρόγραφα του Νίκου.

Ιδιαίτερα σημεία

Ευτυχώς δε ουδείς εκ των Ιταλών ομήρων έπαθεν ουδέν. Τους αιχμαλώτους υγιείς ή τραυματίας κατευθύναμεν προς το χωρίον και τους συνεκεντριωσαμεν εντός τον σχολείου, όπου τους παρεσχέθη θερμόν ρόφημα, φαγητόν και περίθαλψις υγειονομική εις τους τραυματίας χρησιμο­ποιηθέντων προς τούτο του Ιατρού και των νοσοκόμων τον τάγματος.

Ο παπάς του χωριού Πούλιος Α­θανάσιος βγάζει το πετραχήλι, φιλά ευλαβικά το Ευαγγέλιο, αφήνει το δι­σκοπότηρο, αρπάζει το ντουφέκι, κάνει την προσευχή του και τρέχει ρασοφορεμένος να προλάβει.Για τούτο οι αιχμάλωτοι Ιταλοί λέγανε: «πολλοί παπάδες παρτιζάνοι α­φού υπήρχαν και πολλοί γενειοφόροι».

Στις 11 το πρωί ο Αδαμάντιος που γνώριζε ιταλικά μίλησε στους αιχμάλωτους μαζί με το Μαχιά και τους ανακοινώθηκε πως οι Έλληνες ξέρουν και να τιμωρούν και επειδή γνωρίζουν ότι η μεγαλύτερη τιμωρία είναι να συγχω­ράς τους αντιπάλους, αυτό κάναμε και εμείς οι αντάρτες ελευθερωτές της πατρίδας μας.Την ίδια μέρα άνδρες των δεκαρχιών συνόδευσαν τους αιχμαλώτους μέχρι το Μουργκάνι για να επιστρέψουν στην Καλαμπάκα.

Επί 39 χρόνια αν έλεγες ότι συμμετείχες σε αυτή τη μάχη εθεωρείσο ότι ήσουν EAMOΒούλγαρος, ανθέλληνας και εναντίον του έθνους.

Πήγαμε και εμείς από το χωριό μας, περίπου δεκαπέντε νέοι, με ό,τι όπλο μπορούσε ο καθένας να εξοικονομήσει και με μόνο πεντ'-έξι σφαίρες, γιατί τα όπλα δεν ήταν όλα του ιδίου τύπου μαλιχέρ, μαουζέρ κ.ά.

Η ιστοσελίδα

Σχεδιαστής, κατασκευαστής και υπεύθυνος της ιστοσελίδας αυτής είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Αριστοτέλης Ράπτης

Επικοινωνία

Αριστοτέλης Ράπτης
Ν. Βαζαίου 8
Κρυονέρι
!4568 Αττική

+306977212853

telis1943@gmail.com