Γράφει ο Αριστείδης Μυλωνάς, φιλόλογος, Διευθυντής 6ου ΓΕΛ.
Η μάχη της Μερίτσας (Οξύνεια Καλ/κας) στις 12 Φεβρουαρίου 1943 και «….ου τσουλιάς!»
Γεννημένος στα χώματα αυτά, τα ποτισμένα από τη ενωτική πατριωτική θυσία των ηρωικών Χασιωτών, ανταρτών μαχητών, καταγόμενων από το βραχώδες Γάβρογο, τη Θεοτόκο, το Αγιόφυλλο, την Αγναντιά, τις Σταγιάδες, την Οξύνεια, τον Ξηρόκαμπο, το πευκόφυτο Κακοπλεύρι, γαλουχήθηκα με τις μνήμες των παππούδων μας για την ηρωική μάχη στις 12 Φεβρουαρίου 1943 εναντίον των Ιταλών κατακτητών. Η μάχη αυτή, που οδήγησε σε συντριπτική ήττα των Ιταλών, υπήρξε καθοριστική για την τόνωση του αντιστασιακού φρονήματος και την επίσπευση της απελευθέρωσης. Η μάχη δόθηκε στην Οξύνεια Καλαμπάκας -παλαιό όνομα Μερίτσα- με την αποτελεσματική πολεμική οργανωτική συνεργασία όλων των αντιστασιακών οργανώσεων και πριν αρχίσουν οι διχαστικές εμφυλιοπολεμικές αντιπαραθέσεις κοντά στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού. Ο σταθμός αυτός -απομεινάρι της μεγαλεπήβολης ιδέας του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1928 για σύνδεση σιδηροδρομικώς της Καλαμπάκας με την Κοζάνη- χρησιμοποιήθηκε τελικά…. ως ταμπούρι και πολυβολείο για την ολική συντριβή των Ιταλών κατακτητών.
Λέγανε λοιπόν οι παππούδες μας πράγματα θαυμαστά και ηρωικά: πρώτον, πως στη μάχη αυτή από ένθερμο πατριωτικό ζήλο ένας έλληνας αγωνιστής ντυμένος τσολιάς, πρώτος αυτός, ανεμίζοντας την φουστανέλα, τα φαρδιά λευκά του μανίκια και με τσεκούρι στο χέρι για γιαταγάνι, ρίχτηκε με μανία εναντίον των Ιταλών, που ζητούσαν «γή και ύδωρ» από τους κατοίκους, δηλαδή ζητούσαν αναγκαστικά σφάγια, σιτάρι, κοπάδια, γεννήματα αλλά προπαντός την αξιοπρέπεια, την τιμή και την υποταγή τους. Ο τσολιάς αυτός, βρέθηκε τελικά κοντά σε πλάτανο στο χώρο της μάχης βαριά τραυματισμένος και πληγωμένος και όταν οι παππούδες μας λέγανε να πάτε στον «τσουλιά», εννοώντας στον τόπο αυτό της θυσίας του, εμείς άλλοτε φουσκώναμε από υπερηφάνεια και άλλοτε πάλι φοβόμασταν στη παιδική μας φαντασία… μήπως βγει το φάντασμά του και μας κυνηγήσει…
Λέγανε λοιπόν οι παππούδες μας πως οι αγωνιστές αυτής της μάχης, τηρώντας τον πατροπαράδοτο σεβασμό τους προς τους νεκρούς από την ομηρική ακόμα συνήθεια, φρόντισαν για την περισυλλογή και ενταφιασμό των 137 σκοτωμένων Ιταλών για να μη γίνουν βορά των ορνέων και της ανέντιμης λαφυραγώγησης τους. Και όχι μόνο αυτό το γεγονός, αλλά και πως τους 160 περίπου αιχμαλώτους τους περιμάζεψαν σε ορεινή περιοχή και, αφού τους έγδυσαν και τους αφαίρεσαν τις στρατιωτικές στολές, τους έδωσαν ψωμί και τους μοίρασαν ρούχα της δουλειάς και της αγροτιάς. Άλλοι πάλι παππούδες μας στις αναδιηγήσεις υποστήριζαν με καμάρι πως η τωρινή βαρηκοΐα τους οφειλόταν σε παιδικό τραύμα από τον ήχο του καζανιού, στον οποίον ήταν κρυμμένοι. Τους είχαν κρύψει τότε στη μάχη κάτω από το καζάνι οι μητέρες τους για να μην τους βρουν οι Ιταλοί, όταν με τις κάνες απειλούσαν για παράδοση τους κραυγάζοντας: “Piccoloοοο, piccoloοοο!!!”
Λέγανε ακόμα πως η αντίσταση γινόταν με όλα τα μέσα πληροφοριοδότησης και πως τα μικρά κορίτσια μετέφεραν ανάμεσα στις μακριές πλεξούδες τους μηνύματα για την οργάνωση της αντίστασης στις διάφορες ομάδες αγώνα. Όταν οι Ιταλοί προέβησαν σε κάψιμο των σπιτιών στην Οξύνεια για την μη υποταγή και υποχρεωτική στράτευση του αντρικού πληθυσμού και κορόιδευαν και τραγουδούσαν την ανυπαρξία ανάλογης αντίστασης, «πού ΠΑΡΤΖΙΖΑΝΟ, πού ΠΑΡΤΙΖΑΝΟ», τότε ένας από τους αγωνιστές της περιοχής σκοτώνει σε ενέδρα με οβίδα στο χέρι τον επικεφαλής αξιωματικό τους!
Αυτές και άλλες διηγήσεις μου ήρθαν στη μνήμη από τους προγόνους της περιοχής μου για τη ενωτική θυσία των ηρωικών Χασιωτών πατριωτών και τις καταθέτω ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού και ευγνωμοσύνης στον αγώνα τους ενάντια στον ιταλικό φασισμό του Μουσουλίνι. Μνημείο με τα ονόματα των πεσόντων έχει στηθεί, καθώς κατευθυνόμαστε προς την Οξύνεια, για να τιμούνται οι αγωνιστές ως αληθινοί «τσουλιάδες» από τους μεταγενεστέρους.
Add new comment