Aπόσπασμα από το βιβλίο “Τα Χάσια στο σταυροδρόμι της υποταγής και της Αντίστασης”
Το πρωί στις 10 του Φλεβάρη 1943, γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους, οι αντάρτες μπαίνουν στην εκκλησία του χωριού για να λειτουργηθούν και να ευλογήσουν τα όπλα, όπως και στην Αγία Λαύρα, το 1821.
Μπροστά πάει η Σημαία που την κρατά ο εικοσάχρονος Καραζήσης Γεώργιος. Κοντά ο αρχηγός και ξοπίσω οι υπόλοιποι κατά τριάδες. Προτού ακόμα ο παπάς να μπει στο «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός», ένας μαντατοφόρος από την Οξύνεια, ο Παππάς Θεόδωρος, φέρνει στον καπετάνιο ένα σημείωμα στο οποίο γράφει: «ένα τάγμα Ιταλών και συνεργατών τους πριν ξημερώσει μπήκαν στο χωριό κλείνοντας τους δρόμους διαφυγής και άρχισαν να λεηλατούν και να ξυλοφορτώνουν όσους βρίσκουν».
Οι αντάρτες φεύγουν τρεχάτοι μέσα από την εκκλησία για να προλάβουν να πιάσουν τα μετερίζια, φράζοντας την επιστροφή των Ιταλών στη βάση τους και να μετρηθούν μαζί τους οπωσδήποτε.
Εντολή του καπετάνιου ήταν να ειδοποιηθούν οι δεκαρχίες και όσοι μπορούν να κρατήσουν όπλα, να ακολουθήσουν. Και να ειδοποιηθούν και οι άλλες ομάδες Ολύμπιου και Τζαβέλα.
Ο παπάς του χωριού Πούλιος Αθανάσιος βγάζει το πετραχήλι, φιλά ευλαβικά το Ευαγγέλιο, αφήνει το δισκοπότηρο, αρπάζει το ντουφέκι, κάνει την προσευχή του και τρέχει ρασοφορεμένος να προλάβει.
Για τούτο οι αιχμάλωτοι Ιταλοί λέγανε: «πολλοί παπάδες παρτιζάνοι αφού υπήρχαν και πολλοί γενειοφόροι».
Αφού δεν πρόφτασε τα όπλα να ευλογήσει ως Παλαιών Πατρών Γερμανός, ας μοιάσει τον Διάκο και τον Παπαφλέσσα. Στο δρόμο πήρε και ένα όνομα, «Καπετανάκης» θα λέγεται τώρα.
Τα παιδιά σκορπίσανε στα μαντριά και στα χωριά για να ειδοποιήσουν τους μεγάλους. Οι γυναίκες ετοιμάζουν φαγητά, ψωμί και ρούχα για να τα μεταφέρουν στον τόπο της αναμέτρησης. Αν και ψιλοχιόνιζε και το κρύο ήταν κάπως τσουχτερό, από ράχη σε ράχη και από στόμα σε στόμα ένας αντίλαλος ακούγεται, ο Ζαραλής μας καλεί να ανταμώσουμε στη Μερίτσα, να χτυπήσαμε τους Ιταλούς που αρπάζουν των παιδιών μας το ψωμί.
Έτσι και έγινε, γέμισαν οι ράχες γύρω από το «18ο χλμ». Οι αντάρτες υποχωρούν και ανακατεύονται με τους Ιταλούς, οι Ιταλοί τα χάνουν και κρύβονται μέσα στα παλιούρια και τα βάτα για να αποφύγουν το μακελειό. Από αυτούς φύγανε αργότερα τρεις πανικόβλητοι για την Καλαμπάκα. Προτού φτάσουν στα Μουργκάνι πέσανε πάνω σε μια μικρή ομάδα, εάν δεν κάνω λάθος των αδελφών Ζήκου, που έτρεξε για να βοηθήσει υπολογίζοντας ότι η μάχη θα δινότανε στο Μουργκάνι, όταν άκουσαν το τουφεκίδι ανέβαιναν τρέχοντας για να προλάβουν, εκεί οι δύο Ιταλοί σκοτώθηκαν και ο ένας κατόρθωσε να φτάσει εξουθενωμένος μετά από δύο ημέρες στην Καλαμπάκα και όπως μάθαμε φυλακίστηκε ως λιποτάκτης. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Την ίδια στιγμή με την προτροπή του Ζαραλή και των άλλων συντρόφων του, ο οπλοπολυβολητής Σεραφείμ έχοντας ως προπέτασμα μια αγριοαχλαδιά και μια παλιούρια σηκώνεται ορθός και θερίζει τους πρώτους καβαλάρηδες.
Οι ατάκτως υποχωρήσαντες ανασυντάχθηκαν και μπήκανε στην ομάδα του Ολύμπιου και από εκεί άρχισε η μεγάλη μάχη με ένα ακόμα οπλοπολυβόλο που διέθετε η ομάδα του Ολύμπιου. Η ομάδα του Τζαβέλα με όσους χωρικούς υποδέχτηκε, οι οποίοι δεν ήτανε και λίγοι, διότι από το πρωί αρχίσανε να φτάνουν οι δεκαρχίες από Γρηά, Καρπερό, Διάκο, Αθρακιά, Μιλίση. Δήμητρα, Παληουργιά, Κατάκαλη Τριφύλλι, Τρικοκιά. Αγναντιά κ.λπ. μπαίνει στον κύριο όγκο, ο δε Ζαραλής με το ημιαυτόματο ανεβοκατεβαίνει τις ραχούλες τρέχοντας και ρίχνοντας ριπές για να πιστέψουν ότι υπάρχουν αυτόματα πολλά.
Οι ελεύθεροι σκοπευτές με πρώτο τον Μάνδρα, που στα εκατό μέτρα περνούσε τη σφαίρα στο δαχτυλίδι, δεν έχασαν κανένα βόλι, αλλά και οι άλλοι Ζησάρας, Παπάρας, Κατσιαβέλης, Γρίβας Βαγγέλης, Γρίβας Νικόλαος και πολλοί άλλοι, δεν αφήνουν να πάνε βόλια χαμένα, τους ευνοούσε και η θέση για να σκοπεύουν ελεύθερα.
Παρέλειψα να πω, πως ο Παπαθανάσης τοποθετήθηκε στο Σταθμό για να υποδεχθεί τα λάφυρα, τους τραυματίες και τους τυχόν αιχμαλώτους. Οι δε Κουρούπας Γιάννης, Τρέλλης Γιάννης, Παλάσκας Χρήστος και Τζίκας Νικόλαος φροντίζουν στη συγκέντρωση λαφύρων και κυρίως των αφηνιασμένων ζώων τα οποία περιμάζεψαν και τα οδήγησαν πίσω στο ποτάμι του Καποπλευρίου «Μήλους Βακαρέτσια».
Δύο-τρεις, μεταξύ αυτών και ο Μπέλλος Απόστολος, πήγαν στα Κανάλια Κερασιάς για να παρακολουθούν το δρόμο Καλαμπάκας - Μουργκανίου - Μύκανης μήπως σταλεί από Καλαμπάκα δύναμη ενισχύσεως. Ο δε Τζαβέλας που μάχεται με τους άνδρες του ανεβοκατεβαίνει στις θέσεις των μαχητών και τονώνει το ηθικό τους. Σε μια στιγμή που οι σφαίρες των μαχητών άρχισαν και λιγοστεύουν και η μάχη μαίνεται έδωσε εντολή να ρίχνουν αργιά τουφεκιές και οι διπλανοί να ρίχνουν πέτρες και λιθάρια στις Γκριμίνες «Σάρες» για να νομίζουν οι Ιταλοί ότι πέφτουν χειροβομβίδες, αυτό μου το διαβεβαίωσε και ο αυτόπτης μάρτυρας Σιούτας Κωνσταντίνος που ήτανε στο τμήμα αυτό του Τζαβέλα, όταν το πρωτοέγραψα.
Πριν ακόμα πάρει το σούρουπο άρχισε η επίθεση από Ολύμπιο και Ζαραλή. Τους πρώτους 78 αιχμαλώτους τους συνέλαβαν οι Μάνδρας Φώτης, Κέφος Γεώργιος, Γιώτας Βασίλειος. Εκεί σκοτώθηκε και ο Τσολιάς, για τούτο και οι κάτοικοι σήμερα το λένε «στον Τσολιά», εκεί που είναι σήμερα το μνημείο.Έτσι οι αιχμάλωτοι παρελήφθησαν από τους Βαγγέλη Γρίβα, Λόη Γεώργιο και άλλους να τους μεταφέρουν στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, στο 24ο χλμ. και από εκεί οδηγήθηκαν από τους Λαμπράκη Αυγέρο και Κώστα Παπαδόπουλο ολονύκτια στην Αγνάντια. Ο Ζαραλής που έφτασε πρώτος με την ομάδα του και τους Αγιοφυλλίτες καταστρώνει το σχέδιο αντιπαράθεσης με τη βοήθεια του λοχία της Μ. Ασίας Πούλιο Αθανάσιο (παπα Αγιοφύλου), των υπαξιωματικών του Αλβανικού μετώπου Μελέτη Κων/νο, Γρίβα Νικόλαο και των Αλβανομάχων Αυγέρο Μήτσο, Παπάρα Αθανάσιο που γνωρίζει ως κυνηγός από καρτέρι, Μάνδρα Φώτη και άλλων μπαρουτοκαπνισμένων καθόρισαν τις θέσεις των ανταρτών.Πάνω στον Αραμπλέ (ανάχωμα) της Σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τη γαλαρία παρατάχθηκαν σχεδόν όλοι οι Αγιοφυλλίτες μόνιμοι καί πολίτες, που είχαν φτάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Απέναντι από το Σταθμό τοποθετήθηκε το μοναδικό οπλοπολυβόλο που διέθετε η ομάδα με οπλοπολυβολητή τον Αυγέρο Μήτσο (Σεραφείμ). Δίπλα από το μικρό Γκαζέλο (Σταθμό) έφτασε αργοπορημένα ο Σταμούλης Νικόλαος από το Αγιόφυλλο με το οπλοπολυβόλο και γεμιστή Καρανιάννη Ευθύμιο, μέλη των δεκαρχιών.
Ο Σταθμός ορίζεται ως χώρος συγκέντρωσης τραυματιών, αιχμαλώτων, τροφίμων καθώς και άλλων εφοδίων και αγαθών.Αριστερά και Νότια της ράχης «Κούτρα Μπλίρα» μέχρι «Τσούμα Τοπλί», τοποθετούνται μόνιμοι αντάρτες και πολίτες, Αγιοφυλλίτες κυρίως, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ζαραλή, ο οποίος διέθετε το μοναδικό ημιαυτόματο Τόμιγκαν.
Το μεσημέρι έφτασε η ομάδα του Ολύμπιου που τοποθετείται στο στόμιο της Γαλαρίας στο Βόρειο μέρος και πάνω από αυτή με ένα οπλοπολυβόλο που διέθετε η ομάδα, απαρτιζόμενη από 10-15 αντάρτες και μερικές δεκάδες από τα χωριά. Μερικοί απ’ αυτούς ενισχύουν τον Ζαραλή για να καλύψει τις ράχες που είπαμε, πριν ακόμα γίνει η διάταξη.
Έφτασε και η ομάδα του Τζαβέλα με άλλους 10-15 μόνιμους αντάρτες, αλλά και αρκετές δεκάδες πολίτες, πιάνοντας τη Βόρεια ράχη «Γκριμίνα Σαλοστέργιου» μέχρι «Γκριμίνα Ντελή». Εκεί θα υποδέχεται τις καινούργιες δυνάμεις και θα τις προωθεί και θα ενισχύει τις άλλες θέσεις. Στον Ολύμπιο και Τζαβέλα επιδείχθηκε το σχέδιο στο οποίο και συμφώνησαν, όπως συμφώνησε και ο Μπλούτσος Αριστείδης Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού, ο οποίος τοποθετήθηκε επικεφαλής στο ύψωμα Καρακοΰλι που ήτανε επικίνδυνο να πλευροκοπήσει τις οχυρωμένες δυνάμεις ή να επιχειρήσει επιδρομή προς το χωριό Σταγιάδες.
Οι Ιταλοί γλεντοκόπησαν όλη νύχτα 10 προς 11, οι μεν αντάρτες αφήσανε μόνον σκοπιές και τραβηχτήκανε στα γύρω μαντριά ώσπου να ξημερώσει, οι δε Ιταλοί άρπαξαν τρόφιμα και άλλα εφόδια, προίκες κοριτσιών και άλλα αγαθά και αφού συγκέντρωσαν και τα ζώα για να φορτώσουν τα κλεμμένα, κατά την ώρα 11-12 στις 11-2 αρχίσανε να φορτώνουν και να προωθούνται για να φύγουν. Πριν ξεκινήσουν έβαλαν φωτιά και σε μερικά σπίτια αγωνιστών. Ξεκίνησαν, βάζοντας μπροστά τα ζώα με τους χωριάτες, ο πρόεδρος Οξύνειας Μπλούτσος Φώτης και οι χωριανοί του Ηλίας Μπέλος, Φλόκας Αθανάσιος, Τασίκας Γεώργιος, Τασίκας Αντώνης, Μπανζογιάννης Ιωάννης, Λάμπρου Χαράλαμπος και Μέλιος Κων/νος και πίσω τους ακολουθούσαν σε απόσταση 5-10 μ. καμιά δεκαριά καβαλάρηδες.
Το σύνθημα για την έναρξη της μάχης θα το έδινε ο σημαιοφόρος Καραζήσης Γιώργος, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των δυο οπλοπολυβόλων Αυγέρου και Σταμούλη.Από τη θέση των ανταρτών ακούστηκε μια φωνή «πέστε κάτω», προς τους πολίτες Οξυνιώτες.
Ταυτόχρονα ο σημαιοφόρος ύψωσε τη Σημαία δίνοντας το σύνθημα ένας καβαλάρης Ιταλός που είχε ανέβει πάνω στο ανάχωμα, είδε τους παραταγμένους αντάρτες σε θέση βολής και φώναξε «παρτιζάν-παρτιζάν» και ταυτόχρονα πέταξε μια επιθετική χειροβομβίδα προς τους αντάρτες, η οποία και βρήκε τον σημαιοφόρο τη στιγμή που έπεφτε πρηνηδόν. Είναι ο πρώτος νεκρός αντάρτης από εχθρικά βόλια σ’ αυτή εδώ τη μάχη.
O οπλοπολυβολητής Σταμούλης άρχισε να βάζει το οπλοπολυβόλο όμως έπαθε εμπλοκή και σταμάτησε, 5-6 Ιταλοί καβάλησαν το ανάχωμα της Σιδηροδρομικής Γραμμής και πέσανε πίσω από τις γραμμές των ανταρτών. Εκεί με μέριμνα από τις γυναίκες τους γέρους και τα παιδιά της Αγναντιάς δόθηκαν κλινοσκεπάσματα και τρόφιμα στους αιχμάλωτους που αριθμούσαν τους 178 όταν καταμετρήθηκαν μετά τη μεταφορά τους.Πριν ξημερώσει μια πληροφορία έφτασε πως στο ύψωμα Βιλίκα μέσα στο χώρο της μάχης βρίσκονται Ιταλοί ζωντανοί και ταμπουρωμένοι.
Ο Ζαραλής πήρε μαζί του μερικούς ακόμα, τον Μάνδρα, τον Παπάρα και άλλους και φτάσανε στο ύψωμα. Εκεί διαπίστωσαν οι μαχητές πως πάνω στην Κούτρα είναι τοποθετημένος σε θέση βολής ένας όλμος με τους ολμιστές του. Ο Ζαραλής ρίχνεται αστραπιαία και με μια κλωτσιά ρίχνει τον όλμο και με το αυτόματο βάζει ενάντια στους κοιμισμένους ακόμα Ιταλούς. Από τα βόλια τραυματίστηκε και ένας ο οποίος ήτανε και ο γιατρός του τμήματος. Έτσι συνελήφθησαν και εξουδετερώθηκε και η τελευταία αντίσταση.
Έτσι τελείωσε αυτή η μάχη, που δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού οι μαχητές ήτανε όλοι τους ή έστω στη συντριπτική πλειοψηφία τους, απόγονοι του Ίωνα, του γιου του θεού Απόλλωνα και της θνητής Κρέουσας, κατά τη μυθολογία. Οι Ιταλοί ήταν 125 μαζί με τους τραυματίες. Στην Αγναντιά τους χορηγήθηκε τροφή που είχε ετοιμάσει η οργάνωση. Όλη μέρα έμειναν οι μεν αιχμάλωτοι έγκλειστοι στο σχολείο οι δε μαχητές αντάρτες και πολίτες διασκορπισθήκαν στα σπίτια για να αναπαυθούν.
Στις 11 το πρωί ο Αδαμάντιος που γνώριζε ιταλικά μίλησε στους αιχμάλωτους μαζί με το Μαχιά και τους ανακοινώθηκε πως οι Έλληνες ξέρουν και να τιμωρούν και επειδή γνωρίζουν ότι η μεγαλύτερη τιμωρία είναι να συγχωράς τους αντιπάλους, αυτό κάναμε και εμείς οι αντάρτες ελευθερωτές της πατρίδας μας.Την ίδια μέρα άνδρες των δεκαρχιών συνόδευσαν τους αιχμαλώτους μέχρι το Μουργκάνι για να επιστρέψουν στην Καλαμπάκα. Το πρώτο στρατιωτικό ανακοινωθέν που εστάλη στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Χασίων «στον Καρτσιώτη» έγραφε: «Τμήματα του Καπετάν Τζαβέλα και του καπετάν Χασιώτη χτυπήσανε τάγμα Ιταλών στη Μερίτσα και το εξόντωσαν». Την ίδια μέρα εστάλη άλλο ανακοινωθέν το οποίο γράφτηκε από τον Αδαμάντιο κατόπιν υπαγορεύσεως και απαίτησης των δυο ιερέων παπα -Μπατζογιάννη Οξύνειας και παπα - Θανάση Αγιοφύλλου ως εξής: «Αντάρτικο τμήμα με επικεφαλής τον Καπετάν Χασιώτη βοηθούμενος από τους Καπεταναίους Τζαβέλα και Ολύμπιο στη θέση 18 χλμ. Μερίτσας εξολόθρευσαν ένα τάγμα Ιταλών κατακτητών».
Το δεύτερο ανακοινωθέν είμαι βέβαιος πως έφτασε στο Αρχηγείο στα χέρια του Καρτσιώτη, διότι ο σύνδεσμος του Αρχηγείου με το υπαρχηγείο ήτανε ο χωριανός μας Ρεμπάπης Απόστολος «δάσκαλος» Ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ και ταμίας του 5ου Συντάγματος στις αρχές 1943 και ο οποίος χάθηκε το 1998. Είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ από το Νοέμβριο του 1941. Το ανακοινωθέν αυτό γράφτηκε μέσα στο Χάνι του κτηματία Γιάννη Μάκρη, δεν γνωρίζω όμως εάν δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στον Τύπο όπως το πρώτο. Επαναλαμβάνω πως σ’ αυτή τη μάχη αναμετρήθηκαν οι Ίωνες Χασιώτες, δεν έλειπε κανείς, ήταν όλοι τους παρόντες.
Ετούτος ο τόπος δεν έβγαλε ποτέ του προδότες και λιπόψυχους, έχουν όλοι μέσα τους το ον που είναι δύναμη και αναζωογόνηση.Μας έλειψαν όμως επτά λεοντόκαρδα παλικάρια που χύσανε το αίμα τους ποτίζοντας το δένδρο της Λευτεριάς, οι εξής:
1. Βλάχος Αθανάσιος πολίτης Αγναντιά,
2. Ζησόπουλος ή Δήμος Ζήσης πολίτης Σταγιάδες,
3. Καραζήσης Γεώργιος (Σημαιοφόρος) Αγιόφυλλο,
4. Κοτίνας Χρήστος «τσολιάς» ή Κρητικός Τραχανιώτη
5. Λάμπρος Ιωάννης πολίτης Οξύνεια,
6. Μουλαράς Νίκος πολίτης Οξύνεια,
7. Παπαδήμας Αθανάσιος Μπαμπάλης αντάρτης Αγιόφυλλο,
και άλλοι τρεις τραυματίες οι:
1. Καραπάνος Νικόλαος Αγιόφυλλο,
3. Κατσιαμάνης Αγναντιά.
3. Χριστοδολόπουλος Θεοτόκος
Επαναλαμβάνω πως η μάχη αυτή είναι η πρώτη αλλά και η μεγαλύτερη διότι δεν έχει η Ελλάδα να δείξει μεγαλύτερη, αφού 55-60 μόνιμοι αντάρτες με τη βοήθεια των αόπλων πολιτών Χασιωτών εξόντωσαν μέχρις ενός 306 Ιταλούς, άρτια εξοπλισμένους.
Για άλλη μια φορά επαναλαμβάνω και απευθύνω έκκληση προς την πολιτεία πως είναι καιρός η Εθνική Αντίσταση 1940-41 να διδάσκεται στο σχολείο και στο στρατό. Προς τους κοινοτάρχες του Δήμου Χασίων, ο Σιδηροδρομικός Σταθμός στο 18ο χιλ. να κηρυχθεί χώρος ιερός και αναπαλλοτρίωτος, διότι εκεί μέσα πρωτοσυνεδρίασε το Αντάρτικο Αρχηγείο, το πολεμικό συμβούλιο αν θέλετε των ανταρτών και εκεί καταστρώθηκε το σχέδιο επιχείρησης, αλλά είναι και ο πρώτος χώρος που δέχτηκε τους πρώτους αιχμαλώτους και τα πρώτα λάφυρα από τους Ιταλούς κατακτητές.
Στις 17 Σεπτέμβρη 2006 στη σελίδα 5 της εφημερίδας «Πρωινός Λόγος» Ν. Τρικάλων διαβάζω πως ο Δήμος Χασίων και προσωπικά ο Δήμαρχος έχει υποβάλει αίτηση για την παραχώρηση από τον Ο.Σ.Ε. του καμένου και κατεστραμμένου από τους Ιταλούς κατακτητές στις 19 Φλεβάρη 1943, διώροφου κτηρίου Σιδηροδρομικού Σταθμού για την αξιοποίηση του και τη δημιουργία Μουσείου της θρυλικής και καθοριστικής νικηφόρας μάχης της Μερίτσας στις 11-12 Φλεβάρη 1943.
Εκεί να συγκεντρωθεί ό,τι στοιχείο και υλικό βρίσκεται στα χέρια των Χασιωτών και άλλων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.